- ἅλματι
- ἅλμαspringneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλμάτι — (Almaty). Πόλη (1.129.400 κάτ. το 1999) της Δημοκρατίας του Καζακστάν, πρωτεύουσα του κράτους έως το 1997 και της ομώνυμης επαρχίας (223.900 τ. χλμ., 1.614.800 κάτ. το 1999). Είναι χτισμένη στους βόρειους πρόποδες του Τρανσιλί Άλα Τάου και στη… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
AMPHIALUS — Phaeacensis, saltu praestans. Homer. Od. 8. v. 128. Ἅλματι δ᾿ Α᾿μφίαλος πάντων πζοφερέςτερος ἦεν. Item, Neoptolemi sil. ex Andromacha. Hygin. Fab. 123 … Hofmann J. Lexicon universale
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
Άλμα Άτα — Παλαιότερη ονομασία της προηγούμενης πρωτεύουσας του Καζακστάν, Αλμάτι (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
ἄλμαθ' — ἄλματα , ἄλμα neut nom/voc/acc pl ἄλματι , ἄλμα neut dat sg ἄλματε , ἄλμα neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλμαθ' — ἅλματα , ἅλμα spring neut nom/voc/acc pl ἅλματι , ἅλμα spring neut dat sg ἅλματε , ἅλμα spring neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)